- αραβόγλωσσος
- -η, -οο αραβόφωνος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ(-βος) + -γλωσσος < γλώσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Παύλο Καρολίδη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αραβόγλωσσος — αραβόγλωσσος, η, ο και αραβόφωνος, η, ο αυτός που έχει μητρική γλώσσα την αραβική, αλλά δεν είναι Άραβας στην εθνικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραβόφωνος — η, ο βλ. αραβόγλωσσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)